Πώς φτιάχνεται ένα ποίημα; Από ποιες ανάγκες του ποιητή γεννιέται; Σε ποιους απευθύνεται; Πρέπει να ακολουθεί κάποιους «κανόνες» για να μπορεί να χαρακτηρίζεται ως ποίημα; Οι «κανόνες» αφορούν τη μορφή ή το περιεχόμενό του; Ή μήπως δεν υπάρχουν καν τέτοιοι «κανόνες», οπότε ποίημα μπορεί να είναι οτιδήποτε γράφεται, είτε βρίσκει είτε δεν βρίσκει ανταπόκριση σε κάποιο κοινό; Ερωτήματα εύλογα, ιδίως σε μια εποχή κατά την οποία οι αισθητικές αρχές μοιάζουν πλέον ρευστές και μετέωρες, ενώ παράλληλα αναφαίνονται στον ορίζοντα bot τεχνητής νοημοσύνης που παράγουν αυτοστιγμεί ποιήματα κατά παραγγελία μετά από μια σύντομη περιγραφή και καθοδήγηση.
Μεγάλοι στοχαστές όλων των εποχών ένιωσαν την ανάγκη να ορίσουν την τέχνη γενικότερα και την ποίηση ειδικότερα, με κριτήρια, όμως, τα οποία δεν στηρίζονταν, τις περισσότερες φορές, σε κάποιους αντικειμενικούς και «μετρήσιμους» δείκτες. Οι μορφικοί περιορισμοί είναι αδιανόητοι πλέον, καθώς μπορεί να συγκινεί τόσο ένα απόσπασμα του Ερωτόκριτου που τηρεί ένα αυστηρό μέτρο όσο και ένα μοντερνιστικό ποίημα που έχει σπάσει μετρικούς ή γλωσσικούς κανόνες. Αλλά ούτε και το περιεχόμενο από μόνο του μπορεί να αποτελεί κριτήριο για την αξία ή απαξία ενός ποιήματος, αφού τότε οδηγούμαστε σε ασφυκτικούς περιορισμούς, που καταντούν την ποίηση φερέφωνο συγκεκριμένων ιδεολογικών αντιλήψεων, οι οποίες, ανεξάρτητα από το αν κρίνονται σωστές ή όχι, σε καμία περίπτωση δεν είναι αρκετές από μόνες τους για να παραγάγουν τέχνη.
Ίσως, μιλώντας για ποίηση, θα ήταν χρήσιμο να επιστρατεύσουμε δύο όρους που έχουν ο καθένας τη δική του επικράτεια και σημασία: την αλήθεια και τη συγκίνηση. Η αλήθεια έχει να κάνει με το ποίημα καθεαυτό, τον δημιουργό του και τη σχέση του με τον κόσμο, ενώ η συγκίνηση με τα αποτελέσματα της μεταμορφωτικής αναταραχής που μπορεί να προκαλέσει πάνω στον άλλον. Αυτοί οι δύο όροι μπορούν να αποτελέσουν δύο πολύ γενικά κριτήρια για τον ανάδειξη ενός κειμένου ως όντως ποιητικού. Η αλήθεια του δείχνει ένα κανάλι επικοινωνίας του δημιουργού με κάτι που τον υπερβαίνει και που τον «χρησιμοποιεί» ως μέσο για να εκφραστεί. Η δε συγκίνηση φανερώνει ένα δεύτερο κανάλι επικοινωνίας, εκείνο του δημιουργού με τους αναγνώστες του, οι οποίοι νιώθουν να αντικατοπτρίζονται στο ποίημα του άλλου στιγμές και όψεις του δικού τους εαυτού, μέσα σε μια ψυχική θάλασσα όπου οι ελπίδες και οι αγωνίες του ενός αναπτερώνονται και απαλύνονται συναντώντας τα οράματα και τους φόβους του άλλου.
Τα ερωτήματα μένουν ανοιχτά και προς διερεύνηση. Ίσως αυτό το περιοδικό έρχεται για να δοκιμάσει στην πράξη κάποιες από τις πιθανές απαντήσεις…